- ανιστορώ
- ανιστορώ, ανιστόρησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανιστορώ — (AM ἀνιστορῶ) νεοελλ. μσν. διηγούμαι, αφηγούμαι («Έκατσε και του τ ανιστόρησε με το νυ και με το σίγμα» Γ. Βλαχογιάννης) 2. αναπολώ, ανακαλώ στη μνήμη μου («Απόψε τα ματάκια μου έκλαψαν τα καημένα γιατί ανιστορηθήκανε βάσανα περασμένα» δημοτ.)… … Dictionary of Greek
ανιστορώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφηγούμαι, περιγράφω: Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας ανιστορεί τα δεινά των κατοίκων από την επιδρομή των πειρατών. 2. ζωγραφίζω: Την εκκλησία ανιστόρησε ένας αγιορείτης καλόγερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνιστορῶ — ἀνιστορέω make inquiry into pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνιστορέω make inquiry into pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀνιστορέω make inquiry into pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνιστορέω make inquiry into pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφράζω — ἀναφράζω (Α) 1. εκθέτω, ανιστορώ 2. (μέσ., ομαι) αναγνωρίζω, ξαναθυμάμαι … Dictionary of Greek
ανηγούμαι — ἀνηγοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. ανιστορώ, διηγούμαι, αναφέρω 2. προχωρώ, ανεβαίνω με την αξία μου … Dictionary of Greek
ανιστορητής — ο [ανιστορώ] αφηγητής, αυτός που διηγείται … Dictionary of Greek
ενιστορώ — ἐνιστορῶ, έω (AM) [ιστορώ] εξιστορώ, ανιστορώ, διηγούμαι, εκθέτω … Dictionary of Greek
προανιστορώ — έω, Α [ἀνιστορῶ] εξιστορώ κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek